Πώς βασικές εκτελεστικές διεργασίες, όπως ο έλεγχος προσοχής και η εργαζόμενη μνήμη, μετασχηματίζονται σε σχέδια νοητικής δράσης που επηρεάζουν την ανάπτυξη ανώτερων νοητικών λειτουργιών, όπως η λογική σκέψη και η γλώσσα; Πώς η λογική σκέψη και η γλώσσα μετασχηματίζονται σε σχήματα νοητικού αυτο-ελέγχου; Πώς αυτές οι διεργασίες νοητικής μεσολάβησης ενέχονται στην νοητική ικανότητα του ατόμου; Αλλάζουν κατά τη διάρκεια της γνωστικής ανάπτυξης; Αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, και πως; Διαφοροποιούνται μεταξύ των ατόμων; Αυτά τα ερωτήματα οδηγούν την παρούσα έρευνα. Πιο συγκεκριμένα, η παρούσα έρευνα εστιάζεται στον ρόλο της ενημερότητας στη γνωστική ανάπτυξη αλλά και στις ατομικές διαφορές στην νόηση και την ανάπτυξή της.
Επίγνωση είναι η ενημερότητα για τις γνωστικές διεργασίες. Η επίγνωση αναδύεται όταν δεν υπάρχουν έτοιμα σχέδια δράσης ή όταν αυτά που υπάρχουν αποτυγχάνουν. ουσιαστικά, η επίγνωση επιτρέπει τον συντονισμό της συμπεριφοράς με τις τρέχουσες ανάγκες επιτρέποντας την τροποποίηση των διαθέσιμων σχεδίων δράσης. Περιλαμβάνει αυτο-παρακολούθηση, αυτο-αναπαράσταση, αναστοχασμό και μετα-αναπαράσταση. Η επίγνωση ενοποιεί τις νοητικές λειτουργίες στο χρόνο, δημιουργώντας συνδέσεις μεταξύ των υπαρχουσών εμπειριών και των μελλοντικών σχεδίων δράσης. Έτσι, συνδέεται άμεσα με τον εκτελεστικό έλεγχο και τον συλλογισμό. Ο εκτελεστικός έλεγχος συνεπάγεται σκόπιμη ρύθμιση της σκέψης ή της δράσης για την επίτευξη ενός στόχου. Ο εκτελεστικός έλεγχος απαιτεί επίγνωση του στόχου και των βημάτων που πρέπει να γίνουν. Ο συλλογισμός συνδέει τις αναπαραστάσεις, με βάση τα κοινά τους χαρακτηριστικά και σχετικούς κανόνες, όπως στον επαγωγικό και παραγωγικό συλλογισμό. Ο συλλογισμός απαιτεί επίγνωση για πληροφορίες που λείπουν (οδηγώντας στη διαμόρφωση ενός λογικού στόχου), των αναπαραστάσεων που θα συνδεθούν, και των κριτηρίων για την αξιολόγηση των συμπερασμών. Η νοημοσύνη είναι μία ευρύτερη συντονιστική λειτουργία η οποία διαχειρίζεται τις παραπάνω διεργασίες, ή και άλλες, όπως η προσοχή και η μνήμη, με σκοπό την κατανόηση του τι συμβαίνει κάθε στιγμή, την κατάκτηση νέων γνώσεων και δεξιοτήτων, τη λήψη αποφάσεων και την επίλυση προβλημάτων με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η νοημοσύνη αποτελεί μια κλασσική έννοια-πακέτο που χρησιμοποιήθηκε για να περιγραφεί η αποτελεσματική χρήση των νοητικών λειτουργιών στην επίλυση προβλημάτων, πριν ακόμη η έρευνα προσδιορίσει τον ρόλο της καθεμιάς (Demetriou et al., 2018a, 2018b. Demetriou & Spanoudis, 2018).
Διάφορες πτυχές της επίγνωσης έχουν ήδη μελετηθεί: μεταγνώση (Efklides, 2008. Flavell, 1979. Flavell et al., 1995), αναστοχαστική αφαίρεση (Piaget, 2001), και Θεωρία του Νου (Wellman, 2014). Μέχρι σήμερα, ερευνήθηκε η σχέση αυτών των εκδηλώσεων της επίγνωσης και ποικίλων λειτουργιών της νόησης. Ωστόσο, δεν υπάρχει ακόμη ένα κοινώς αποδεκτό μοντέλο για αυτές. Η έρευνα στο πεδίο αυτό είναι αποσπασματική και επικεντρωμένη σε μεμονωμένα φαινόμενα και ηλικίες, κυρίως στην προσχολική και την πρώιμη σχολική ηλικία. Έτσι, δεν παρέχει μία σαφή εικόνα για την ανάπτυξη και τις σχέσεις τους με το χρόνο. Η παρούσα έρευνα εστιάζεται στην ανάπτυξη της επίγνωσης, από την προσχολική ηλικία μέχρι την εφηβεία, και στις αλληλεπιδράσεις της με τις πτυχές του εκτελεστικού ελέγχου και του συλλογισμού.
Σε μια προσπάθεια ενοποίησης των παραδοσιακών προσεγγίσεων στο πεδίο της γνωστικής ανάπτυξης, προτείνεται (Demetriou et al., 2014, 2016, 2018. Demetriou & Spanoudis, 2018) ότι η γνωστική ανάπτυξη συμβαίνει σε τέσσερις κύκλους, με δύο φάσεις στον καθένα. Η μετάβαση από τον ένα κύκλο στον άλλο συνδέεται με την εμφάνιση νέων μορφών αναπαράστασης. Αλλαγές μέσα στους κύκλους συνδέονται με αυξημένη επίγνωση αυτών των αναπαραστάσεων και με βελτίωση της ικανότητας διαχείρισής τους. Οι τέσσερις αναπτυξιακοί κύκλοι λειτουργούν με αναπαραστάσεις επεισοδίων (0-2 χρόνια, ομοιότητες δράσεων και εμπειριών διατηρώντας τις χωροταξικές και χρονικές τους ιδιότητες), με ρεαλιστικές νοερές αναπαραστάσεις (2 - 6 χρόνια, σχέδια των αναπαραστάσεων επεισοδίων όπου οι χωροταξικές και χρονικές ιδιότητες περιορίζονται, ενώ οι ιδιότητες αυτές αρχίζουν να συνδέονται με σύμβολα, όπως οι λέξεις), με γενικούς κανόνες που οργανώνουν αναπαραστάσεις σε συστήματα εννοιών/δράσης (6 - 11 χρόνια, π.χ. έννοιες για τις κατηγορίες των αντικειμένων, εντοπισμός αιτιωδών σχέσεων) και με υπερκείμενες αρχές που ενοποιούν τους κανόνες σε συστήματα, όπου η εγκυρότητα και η αλήθεια και πολλές άλλες σχέσεις μπορούν να αξιολογηθούν (11 -18 χρόνια, π.χ. αρχές που προσδιορίζουν τους τρόπους ενοποίησης των κανόνων). Αλλαγές μέσα στους κύκλους συμβαίνουν στα 4, 8, και 14 χρόνια, όταν οι αναπαραστάσεις γίνονται ενσυνείδητες, ανοίγοντας το δρόμο για αναπαραστάσεις του επόμενου κύκλου.
Οι εκτελεστικές δυνατότητες και οι δυνατότητες συλλογισμού αποτελούν ιεραρχίες εξειδικευμένων αναπαραστάσεων, όπου οι εκτελεστικές δυνατότητες μεταφράζονται σε δυνατότητες συλλογισμού με την επίγνωση να διαμεσολαβεί μεταξύ τους, στον κάθε κύκλο. Οι σχέσεις μεταξύ επίγνωσης, εκτελεστικής επάρκειας, και συλλογισμού διαφοροποιούνται σε κάθε φάση. Κάθε νέος τύπος αναπαραστάσεων κατακτάται στην πρώτη φάση κάθε κύκλου. στη συνέχεια, κατά τη δεύτερη φάση, οι αναπαραστάσεις διασυνδέονται σε πιο πολύπλοκα σύνολα. Στην πρώτη φάση δεν υπάρχει άμεση επίγνωση των νέων τύπων αναπαράστασης. Στη δεύτερη φάση γίνεται άμεση, επιτρέποντας ενόραση ως προς τις σχέσεις τους. Αυτή οδηγεί στη γένεση των αναπαραστάσεων του επόμενου κύκλου. Στον κύκλο των επεισοδίων, η κατάκτηση μιας επίγνωσης των ενεργειών επιτρέπει στο νήπιο να απομονώσει μοτίβα δράσης που γίνονται η βάση των ρεαλιστικών αναπαραστάσεων της επόμενης φάσης. Από την ηλικία των 3-4 χρόνων τα παιδιά αποκτούν σαφή επίγνωση των αναπαραστάσεων, όχι όμως και των νοητικών διεργασιών που τις συνδέουν. Έτσι, μπορούν να επικεντρωθούν σε αναπαραστάσεις, να τις συγκρίνουν και να τις συσχετίσουν με τις ανάγκες ενός σκοπού. Σε αυτή τη φάση, τα παιδιά συγκρατούν στην εργαζόμενη μνήμη 2-3 οδηγίες, κατανοούν τις προθέσεις των άλλων, και σκέφτονται με αναφορά στα πράγματα. Έτσι, η σύγκριση αναπαραστάσεων φωτίζει τις σχέσεις τους, δημιουργώντας τους κανόνες του επόμενου κύκλου, στα 6-8 χρόνια. Οι κανόνες αυτοί έλκουν την προσοχή προς τις βασικές διεργασίες, οι οποίες αναπαρίστανται άμεσα στην ηλικία των 8-9 χρόνων, καταλήγοντας σε ένα πρόγραμμα εννοιολογικής επάρκειας που χαρακτηρίζει τη σκέψη με κανόνες. Η επίγνωση ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ των κανόνων παράγει, τελικά, γενικές αρχές, οι οποίες συνενώνουν τους κανόνες σε ένα πολυδιάστατο τρόπο σκέψης, στα 11-13 χρόνια, και τη μετα-λογική και επιστημολογική προσέγγιση που χαρακτηρίζει τη νόηση των αρχών, κατά τα 14 -16 χρόνια (Demetriou et al., 2017).
Γενικά, κάθε νέος τύπος αναπαράστασης επιτρέπει πιο επεξεργασμένες εκτελεστικές διεργασίες και διεργασίες συλλογισμού. Σε κάθε κύκλο η σχέση του με δείκτες νοητικής επάρκειας, όπως ο χρόνος αντίδρασης και η εργαζόμενη μνήμη, διαφοροποιούνται. Στην πρώτη φάση κάθε κύκλου, αλλαγές στην ταχύτητα είναι καλύτερος δείκτης γατί αντανακλά τη βελτίωση στην διαχείριση των νέων εκτελεστικών και συμπερασματικών προγραμμάτων που αναδύονται σε κάθε κύκλο. Κατά τη δεύτερη φάση κάθε κύκλου, η εργαζόμενη μνήμη είναι καλύτερος δείκτης γιατί αντανακλά την κατάκτηση των νέων αναπαραστάσεων και τη διασύνδεσής τους (Demetriou et al., 2013. Demetriou et al., 2014).
Η παρούσα έρευνα θα εξετάσει τον ρόλο καθεμίας από τις διεργασίες αυτές από τα 3 έως τα 17 χρόνια και θα προσδιορίσει τις μεταξύ τους σχέσεις στον κάθε κύκλο. Ιδιαίτερα, θα διερευνηθεί ο διαμεσολαβητικός ρόλος της επίγνωσης σε κάθε κύκλο. Βασικός στόχος της έρευνας είναι να προσδιοριστεί ο τρόπος με τον οποίο τα νέα επιτεύγματα κάθε κύκλου ενσωματώνονται στη γενική νοητική ικανότητα (g). Σε επιστημολογικούς όρους, πρόκειται για μια έρευνα ελέγχου προβλέψεων γιατί ενοποιεί την υπάρχουσα έρευνα και θεωρία σε ένα περιεκτικό μοντέλο που επιτρέπει τη διατύπωση προβλέψεων για τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των λειτουργιών. Έτσι, θα διερευνηθούν οι ακόλουθες προβλέψεις:
Για τη διερεύνηση αυτών των στόχων, θα εξεταστούν άτομα ηλικίας από 3 έως 17 χρόνων διαχρονικά, σε δύο διαδοχικές εξετάσεις με απόσταση ενός χρόνου. Κατά την πρώτη εξέταση, θα εξεταστούν 30 άτομα από καθεμία από τις ηλικίες των 3 έως 17 χρόνων (σύνολο Ν=450). Κατά τη δεύτερη εξέταση θα επιλεγεί ένας αριθμός συμμετεχόντων. Συγκεκριμένα, στη δεύτερη φάση, θα εξεταστούν οι 10 συμμετέχοντες, ανά ηλικία, με τις πιο υψηλές και οι 10 με τις πιο χαμηλές επιδόσεις στα έργα επίγνωσης (Ν=300) που περιγράφονται παρακάτω. Όλοι οι συμμετέχοντες θα εξεταστούν με έργα τα οποία θα σχεδιαστούν για τις ανάγκες της έρευνας. Θα χρησιμοποιηθούν έργα για τη διερεύνηση της επάρκειας της επεξεργασίας και τον εκτελεστικό έλεγχο, γλωσσικά έργα και έργα συλλογισμού, και έργα επίγνωσης
Πρόκειται για μία έρευνα η οποία θα εξετάσει μαζί τις διεργασίες που περιγράφηκαν παραπάνω και μάλιστα σε ένα πολύ μεγάλο ηλικιακό εύρος. Θα παρέχει τη δυνατότητα για τον προσδιορισμό αλλά και τη λεπτομερή χαρτογράφηση της οργάνωσης αυτών των διεργασιών και των αλλαγών τόσο της καθεμιάς από αυτές όσο και των μεταξύ τους σχέσεων, από την πρώιμη παιδική ηλικία έως την εφηβεία. Επιπλέον, πρόκειται να διερευνηθεί, συστηματικά, ο ρόλος της επίγνωσης ως παράγοντα αναπτυξιακής αλλαγής. Η προσέγγιση αυτή θα δώσει απάντηση σε αρκετά σημαντικά ερωτήματα που τίθενται στο πεδίο της γνωστικής ψυχολογίας και της ψυχολογίας των ατομικών διαφορών. Για παράδειγμα, μπορεί να συνδράμει στην κατανόηση των ατομικών διαφορών στην γνωστική ανάπτυξη και στη νοημοσύνη διαφωτίζοντας το βασικότερο αίτιό τους. Τέλος, τα αποτελέσματα της έρευνας θα εισφέρουν σημαντικές πληροφορίες οι οποίες είναι κρίσιμες για τον σχεδιασμό εκπαιδευτικών παρεμβάσεων με στόχο τη βελτίωση της μάθησης, μέσω της επικέντρωσης στην κατάλληλη νοητική διεργασία, ανάλογα με την αναπτυξιακή φάση των μαθητών.